Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης

Ήρθε νωρίς από το σπίτι

Αχάραγα.

Δεν το συνήθιζε . Αραιά και πού.

giorgos tatsios theodoros kampouris

Ας μην πάει σήμερα στο σχολειό, τον άκουσα που έλεγε στη μάννα !

Τσίτωσα τ’ αυτιά .

Μα τούτο δεν θα το ξαναδεί .

Ντύσε τον καλά , σκουφί, κασκόλ, γάντια !

Έξω θα είμαστε .

Θα γυρίσουμε απογευματάκι , την ώρα που θα σουρουπώνει.

Μικρή, μαθές, είναι η μέρα !

Εξηντάριζε , ομορφάντρας, φωτεινό πρόσωπο, με μιά βραχεία ριγμένη στην πλάτη, βαρύ ρούχο , για τις κρύες μέρες του χειμώνα, δεν θυμάμαι να τον είδα ποτέ να φορά τα μανίκια, βαθύ καφέ χρώμα, κι από μέσα πλεχτή μάλλινη ζακέτα, μ’ ένα τσιμπούκι πάντα στο χέρι ,

το τσακμάκι στ’ άλλο , αναμμένο απ´ το πρωί ίσαμε με το βράδυ, τούτη την μυρουδιά του καπνού από το τσιμπούκι του την έχω ακόμη στην μύτη, ένα

τσιμπούκι από κόκκαλο , σαν έργο τέχνης, βαθειά χαραγμένη στην μνήμη η όσφρηση από τους παιδικούς χρόνους, τούτη την ευωδιά την έχω ταυτίσει με την αγαπημένη μορφή του παππού.

Ο Θεός εν Χώρα ζώντων !

Μέχρι να του βράσει η μάννα , μοναχοκόρη του, το φασκόμηλο, μέχρι να ζεστάνει το γάλα , έτοιμος ο μικρός !

Ήρθε το παϊτόνι !

Είχε ακόμη τότες στα Σέρρας παϊτόνια, αλογάμαξες, ομορφοστολισμένες, με χάντρες απ´ την Κωνσταντινούπολη και με χαϊμαλιά στολισμένα τ’ άλογα, με κορδέλες , με καθρέφτες και με φανάρια τα παϊτόνια, επτά – οκτώ θα ήταν στην πόλη, άλλα μόνιππα κι άλλα με δυό ίππους , μερακλήδες οι παιτοντζήδες, στα Ταμπάχανα είχαν την πιάτσα, εξαίρετο θέαμα, έργα ποιότητας μερακλήδων καροποιών – αμαξοποιών, είχε και στα Σέρρας ικανούς και φημισμένους , παϊτόνια με ωραίο δερμάτινο σαλόνι , οι ταπετσέρηδες το σιάζαν αυτά, κάθε ισνάφι τα δικά του, συνήθως χωρητικότητα για τέσσερες επιβάτες, τέντα γιά τον ήλιο μα και για την βροχή , ο χώρος γιά τις αποσκευές πίσω , κάτω από τις θέσεις , τι χαρά !

Το παιτόνι ήρθε , είχε φωτίσει ο Θεός την μέρα, συννεφιασμένη, άσπρη, γκριζόασπρη, σαν έτοιμη για χιονιά, παραμονές των Χριστουγέννων, κρύο τάντανο, με κουκούλωσε η μάννα, ανεβήκαμε και κινήσαμε !

Μέσα από τα παλιά οθωμανικά καλντερίμια, στο παλιό Τζιντζιρλί Τζαμί κοντά μέναμε, τουρκομαχαλάς μιά φορά, μικρασιάτες πρόσφυγες κόνεψαν μετά, κι ήταν καλοδουλεμένα τα παλιά καλντερίμια, για να μην βαλτώνουν οι δρόμοι, τα σοκάκια, επιδέξιοι καλντεριμτζήδες οι μαστόροι, κύλησε η άμαξα, σιγά , προσεκτικά, μη σπάσουν οι ξύλινες ρόδες της που ήταν στεφανωμένες με ένα σιδερένιο στεφάνι που ενίσχυε την αντοχή τους, ντιν – ντιν – ντιν , τα κουδουνάκια της άμαξας, με τα παραγγέλματα του αμαξά στα άλογα , βγήκαμε στους οπωρώνες που έζωναν τότες τα Σέρρας, μηλιές κι αχλαδιές, ροδακινιές και φιρικιές, κυδωνιές και κερασιές, μουσμουλιές και λωτοί, λασπωμένοι εδώ οι δρόμοι, βούλιαζαν οι ρόδες στα λασπόνερα, έμπειρος ο παιτοντζής, με παραγγέλματα προτρεπτικά , έμπειρα και τα ζωντανά, βγήκαμε σε αμαξιτό δρόμο, έσεισε το καμουτσίκι στον αέρα, τ’ ακούσαν τ’ άλογα,

επιτάχυναν , δεν αργήσαμε, να , φτάσαμε , μιά μάνδρα, ένα περιβόλι, του μπάρμπα Γιώργη απ’ την Κιουτάχεια, μας περίμενε, κατεβήκαμε, γυναίκες γύρω, προχειροντυμένες, πρόσχαρες με σοβαρότητα, χαιρέτισαν, είκοσι μπορεί τριάντα, μια φωτιά στην γωνιά του περιβολιού εκεί που απάγγιαζε , που έκοβε το βοριαδάκι, για να ζεσταίνονται τα χέρια , έτοιμοι είμαστε μπαρμπα Μίλτο, του μήνυσε ο Θεοδόσης, ν’ αρχίσουμε , είναι πολλές ώρες δουλειά, να μην νυχτώσουμε, είχαν απλώσει σκοινιά , από δέντρο σε δέντρο, αχλαδιές γεμάτο το περιβόλι, ένα πράσινο χορτάρι σκέπαζε την γής, πράσινο μα καψαλισμένο από τις πρώτες πάχνες που το κιτρίνιζαν στις άκρες, βολικό χορτάρι σαν χαλί , κατάλληλο για την εργασία που είχε προγραμματιστεί, δυό σφαχτάδες πιάσαν δουλειά , μαντρισμένες στο βάθος ήταν οι γαλοπούλες, περιορισμένες σε χώρο με συρματόπλεγμα, χίλιες, μπορεί χίλιες πεντακόσιες, τις έσφάζαν , έκοβαν τις άκρες των ποδιών και τις καθάριζαν στα σωθικά, οι γυναίκες παίρναν τα σφάγια , δυό μεγάλα καζάνια με ζεστό νερό στη φωτιά, έβραζε το νερό , ζεμάτιζαν τα πουλιά βουτώντας τα στο καζάνι, κι ύστερα υπομονετικά μα σβέλτα,

άρχιζαν το ξεπουπούλιασμα, θάμαζα την επιδεξιότητα τους, κάθε πουλί που καθαριζόταν το κρέμαγαν στο σχοινί ανάμεσα στις αχλαδιές, άλλη καρποφορία αυτή , το περιβόλι γέμισε κρωξίματα από την αγωνία των πουλιών, βρισιές από τους σφαχτάδες εάν τους ξέφευγε η γαλοπούλα, τα χαμηλοπειράγματα των γυναικών από τον μαχαλά του Άη Θανάση, που καλοσυνάτες επιμελούνταν την καθαριότητα των σφαγίων, ο Θεοδόσης , αφού μπήκε η δουλειά της πτηνοσφαγής στη σειρά, καβάλησε το ποδήλατο , πήγε στην πόλη , στου Ιορδάνη τον φούρνο, να πάρει λαγάνες και κουλούρια, στης κυρα Θεοδώρας το μπακαλικάκι να ψωνίσει χαλβάδες σερριώτικους και ελιές , για να κολατσίσουνε σφαχτάδες και βοηθοί , οι γυναίκες , οι γύφτισσες, νοικοκυράδες άφταστες, εμπιστοσύνης γυναίκες, από το μαχαλά του Άη Θανάση, παλιό μετόχι της Αγιονορείτικης Μονής της Μεγίστης Λαύρας του Οσίου Αθανασίου είναι τούτος ο μαχαλάς,

ύστερα τον είπανε πως ήτανε του Αλή Μπέη το χωριό, αλλά το Ναύδριο εκεί, στους αιώνες μαρτυρεί τους κτήτορες, κι η ευλάβεια των κατοίκων , αψευδής συνήγορος, μαζευτήκαν γύρω από την φωτιά, το διάλειμμα να κάνουν, μιά μπουκιά ψωμί , μιά μπουκιά χαλβά, η απλότητα των ανθρώπων, μιά φούχτα ελιές θρούμπες θασίτικες η κάθε μιά , μιά φούχτα ο α καθένας, θα προλάβουμε, άραγες, αναρωτιόντουσαν, πολλά πουλιά , από την Κάκαρα τα έφεραν, Θρακιώτες εκεί οι πρόσφυγες, Αντριανουπολίτες, καλοθρεμμένα τα γαλόπουλα,

θα ‘ρθεί το ψυγείο τ’ απομεσήμερο, θα φορτώσουμε γιά την αγορά της Αθήνας, άραγες θα προλάβουμε, έφαγαν στο πόδι, οι άντρας είχαν μια πεντάκιλη νταμιτζάνα ούζο, την σήκωναν ο καθένας με την σειρά του, έπιναν, όπως οι σαλπιγκτές κρατούν την σάλπιγγα, να ζεσταθούν τα σωθικά τους και στην δουλεία ξαναστρωθήκαν, σφάξιμο , ζεμάτισμα, κρέμασμα, ξεπουπούλιαμα, επιμέλεια στη λεπτομέρεια, πλύσιμο , ξανακρέμασμα, μεσημέριασε, λέρωσε το πράσινο χαλί του χόρτου στο περιβόλι, αίματα, έντερα, φτερά , πόδια, κι ο Θεοδόσης επί της καθαριότητας τώρα, σε τσουβάλια τα φτερά συγκεντρώνει , να καθαρίζει ο τόπος για να παραμένει λειτουργικός, μεσημέριασε, μην καθυστερείτε, γυναίκες,

θα φάμε μόλις τελειώσουμε, ακόμη τριακόσιες, μιά ομίχλη πέφτει στην πόλη, ομίχλη σιγοσέρνεται πάνω από τα κλαδιά της αχλαδιάς, ομίχλη σιγοδιαβαίνει το περιβόλι, τοπίο ονειρικό, στη φωτιά κοντά ο μικρούλης, άλλο μάθημα σήμερα, ούτε ορθογραφία, ούτε αριθμητική , της ζωής τούτο το μάθημα , το πως φτάνει στο πιάτο των Χριστουγέννων η γαλοπούλα, είχε έγνοια ο παππούς, φάγαμε κάτι τις στο πόδι για μεσημεριανό, σπανακόπιτα από τα χέρια της κυρά Λίτσας, στριφτόπιτα σαν της Λήμνος, πύκνωνε η ομίχλη,

να αρχίσουμε το ζύγισμα , να αρχίσουμε το φόρτωμα, μην περιμένουμε να τελειώσουν, έφεραν το καντάρι , ζυγαριά φορητή , το κρέμασαν σε χοντρό κλαδί μιάς απιδιάς, της πλησιέστερης στο φορτηγό ψυγείο, ο Γιώργος ο Ζέρβας, οδηγός, Σμυρνιός μεγαλωμένος στον Κουκλουτζά στη Σαλονίκη, το ζύγισμα άρχισαν , πέντε – πέντε τις γαλοπούλες, ένα σημειωματάριο κρατούσα στο χέρι κι ένα μολύβι, ο ζυγιστής, όταν ισορροπούσε η βέργα του κανταριού, φώναζε τον αριθμό των κιλών, σαράντα δύο, γράφε , Μαρκούλη,

προέτρεπε ο παππούς, σαράντα δύο, έγραφα στο σημειωματάριο, το αποτέλεσμα κάθε ζυγίσεως, από το άθροισμα αυτών θα γίνει η πληρωμή του παραγωγού , του πτηνοτρόφου, του εκτροφέα του σμήνους αυτού από τις γαλοπούλες, έλυναν τα σκοινιά που ήταν κρεμασμένα τα πουλιά, δυό – δυό, τρείς – τρείς , τα έφερναν , ήταν και κάποιοι διάνοι μεγάλοι , βαρύτεροι από αρνί , ζύγιζαν και φόρτωναν , ακόμη εκατό μας μείναν, βιαστείτε, μας πήρε η νύχτα, φιλότιμες οι γυναίκες, από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, όρθιες, στο αγιάζι, στο κρύο, στην υγρασία, στην ομίχλη, μόνον όταν ξυλιάζανε τα χέρια τους,

ερχόντουσαν στη φωτιά , να τα ζεστάνουν λίγο – λίγο, να συνεχίσει ο αγώνας, να βγεί το μεροκάματο, να πάρουν και την γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της φαμελιάς, τελευταίο ζύγι , με τον φακό , νύχτωσε, ο Θεοδόσης έδωσε τα μεροκάματα, φορτώθηκαν και οι τελευταίες γαλοπούλες, ήρθε ο κυρ Θανάσης, ακούστηκαν τα κουδουνάκια από μακριά, ντιν – ντίν – ντίν, το παιτόνι έφτασε με αναμένα τα δυό φανάρια του , τι ομορφιά , χαιρέτισαν μιά μιά οι γυναίκες , ευχαριστίες κι ευχές, κουρασμένα πρόσωπα μα φωτεινά , καλό μεροκάματο, καλά Χριστούγεννα, κυρ Μιλτιάδη, στην υγειά σας, και του χρόνου, πληρώθηκε ο παραγωγός, τον κόπο μιάς χρονιάς , τον κόπο μιάς οικογένειας,

τα θυμήθηκα όλα τούτα , πρωί – πρωί ,

που η Κική μου ζήτησε να την συνοδέψω στο πολυκατάστημα για την προμήθεια της χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας, κατεψυγμένες γαλοπούλες λογιώ – λογιώ, φραντσεζικες, σπανιόλικες, ρουμάνικες,

μέσα στην Δεκεμβριάτικη ομίχλη, περίμενε το παιτόνι, επίσημα καθισμένος ο παιτοντζής, τυλιγμένος με χοντρή κάπα , σκούφο πλεχτό, είχε βάλει ένα τσουβαλάκι με καρπό γιά την ταγή κάθε αλόγου, να τρώνε για να μην αδημονούνε,

τι μαγεία τούτη η μαγεία των φαναριών ,

άλλης εποχής εικόνες,

ξεπροβοδίσαμε πρώτα το φορτηγό που κίνηςε σε νυχτερινό ταξίδι για την Κεντρική Λαχαναγορά της Αθήνας , όχι τότες δεν είχε κατεψυγμένες από την Γαλλία, ξεπροβοδίσαμε το ψυγείο κι ύστερα επιστρέψαμε αμαξηλάτες στο σπίτι ,

σκίζοντας αργά μα αποφασιστικά την Δεκεμβριάτικη ομίχλη , που την φώτιζαν καθώς κινούμαστε οι ανταύγειες των φαναριών !

Αλλόκοτα σχήματα , κύματα της ομίχλης, φωτισμένα από το θαμπό φώς των φαναριών, σχήματα φευγαλέα σα ξωτικά, μορφές αέρινες σα ξωθιές,

η ομίχλη σιγοδιαβαίνει, σιγανοπερπατά στη βραδιά, περιφέρεται στα καντούνια, αλλάζει και ξαναλλάζει μορφές, το παιτόνι αργοκινείται στη λασπούρα κι ύστερα στα καλντερίμια, νυχτερινό συναπάντημα, άλλης ωραιότητας !

Να , φτάσαμε και τώρα προετοιμασία

για τον καλαντισμό !

Αν είναι ορισμός σας , Χριστού την θεία Γέννηση

να ειπώ στ’ αρχοντικό σας …

Έρχονται , ήρθαν τα Χριστούγεννα !

Με το καλό , αδέρφια !

Στης γαλοπούλας την γέμιση, μην ξεχάσετε

κάστανα και σταφίδες !

Χριστός και γαρ γεννάται !

Ο Λόγος επαχύνθη …

Δοξάσατε !

takis sotiriadis panagiotis grigoriadis

TIMOS HAIRGROUP:  Νέα Χρώματα, Νέες τάσεις , Νέα Προιόντα – Ελεύθερο Βήμα Σερρών – Νέα για τις Σέρρες μέσα από το e-vima.gr

Λαμπρό το διήμερο των Χριστουγέννων στο Σιδηρόκαστρο – Ελεύθερο Βήμα Σερρών – Νέα για τις Σέρρες μέσα από το e-vima.gr

Ξεκίνησε το Κάστρο των Χριστουγέννων στο Σιδηρόκαστρο – Νέα Σέρρες – Εβδομαδιαία Εφημερίδα του Νομού Σερρών