Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης
Της καθ’ ημάς βιοποικιλότητας
Στην κορφή ψηλά γυάλιζε στο μεσημεριανό φώς του Ιούλη ένα ώριμο καίσι , τα ξέρετε τα καίσια ; , σήμερα στον καιρό της λεξιπενίας, καθώς χάνονται λέξεις , όμορφες λέξεις ξεχάνονται και φτωχαίνει το λεξιλόγιο , φτωχαίνει ο τόπος δηλαδής κι οι ψυχές μας, άλλο είναι φρούτο το καίσι κι άλλο το βερύκοκο, στο Κήπο της Εδέμ που μεγάλωσα , τον μπαχτσέ της γιαγιάς Χρυσούλας, κοριτσόπουλο από την Σμύρνη , από την πρώτη προσφυγιά βρέθηκε στη Σαλονίκη, τότες που ξεκίνησε η εθνοκάθαρση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία,
Αρμεναίους και Ρωμιούς στην αρχή, να ξεπατώσουν είχαν βαλθεί τους χριστιανούς, κι ύστερα τους Ασσυρίους και τους Συροχαλδαίους, κι ακόμη υποκρίνονται , τότες με καίκι φτάξανε στη Σαλονίκη , κι ύστερα στα Σέρρας , τη ζωή πιάσαν απ’ την αρχή , περιβόλι να φυτέψουν βαλθήκαν, σαν εκείνο που είχαν στην πατρίδα, τι περιβόλι , ξύλα καρποφόρα και πάσαν κέδροι, στο Κήπο τούτο η βοτανολογία , η κηπουρική κι η δενδροκομία είχαν τον πρώτο λόγο, κι ο Άγιος Τρύφων των κηπουρών και των αμπελουργών ο προστάτης την μέριμνα, τω όντι ένα περ’βόλι όπου φύονταν όλων των λογιών τα οπωροφόρα δέντρα,
αχλαδιές λογιώ λογιώ , ζεντίλια και βουτυράτα και κοντούλες, μηλιές λογιώ λογιώ και φιρικιές, βερυκοκιές ψηλόκορμες και καισιές , κερασιές βαθυπράσινες και οι ταπεινές βυσινιές, οι πρώτες που καρποφορούσαν κάθε Μάη, κι ύστερα δαμασκηνιές ποικιλίες πολλές, δαμάσκηνα κόκκινα μα και κίτρινα, δαμάσκηνα μαβιά μα και πράσινα, ροδακινιές με τον χνουδωτό μυρωδάτο καρπό τους και συκιές, συκιές αποστολιάτικες και συκιές
αυγουστιάτικες, κληματαριές μακρύρογες σε κρεβατίνες που σκιάζαν τις αυλές, μουριές αρχαίες ψηλές , και μαύρα μούρα κι άσπρα, δίπλα βαθύσκιωτες καρυδιές, να κι οι δεσπολιές του Μάη να κι οι μουσμουλιές του Οκτώβρη, και , στην πηγή του νερού κοντά , παλιά πηγή , απ’ τους χρόνους των Οθωμανών, δυό δέντρα με λωτούς, που κλείνοντας την καρποφορία της χρονιάς , χρυσάφιζαν με τους λωτούς τις γκρίζες μέρες του χειμώνα , το περιβόλι τ’ ουρανού στ’ αλήθεια, κι εμείς σα τα σπουργίτια , με τα άλλα πουλιά αντιμαχόμασταν πάνω στους κλώνους, ποιός θα πρωτοφτάσει το πρώτο φρούτο που θα ωρίμαζε, κάθε φορά, πιό πολύ στα δέντρα κυκλοφορούσαμε, κλαρί το κλαρί, γή και πετούσαμε, γεμίζαμε τα καλάθια
φρούτα για το τραπέζι μα και γιά τις μαρμελάδες, όχι , αυτά που προοριζόταν για τα γλυκά του κουταλιού τα επέλεγε προσωπικά η γιαγιά, δεν τα ράντισε ποτέ κανείς τούτα τα ευλογημένα δέντρα, τα λίπαινε η αφέντρα με κοπριά από τις αγελάδες, εύοσμοι καρποί , νόστιμα φρούτα και γλυκά , του Θεού δώρα, κι εμείς με τα σπουργίτια στα κλαριά, διεκδικώντας χώρο απ’ τους καλλίφωνους μαυροκότσιφους και τις καλλιφωνότερες καρδερίνες, τους κοκκινολαίμηδες στους βάτους και τους σπίνους, να κι η ορνιθολογία μέρος των μαθημάτων της Εδέμ, να το γρήγορο κιρκινέζι κι οι κάργες μιλιούνια , να μαυρίζει ο ουρανός, γεράκια να γυροφέρνουν στ’ αψηλά κι οι μακρυκάνιδες πελαργοί , σουσουράδες λυγερές και χελιδόνια του σπιτιού, ένα γύρο οι χελιδονοφωλιές, τρυποφράκτες
τοσοδούληδες και κουκουβάγιες τις νυχτιές, ο αντίλαλος του γκιώνη από απέναντι, όμως, εμείς εκεί , απομείναμε να κοιτάμε, τούτο το καίσι, το καίσι που ωρίμαζε στην κορ’φή , τι καίσι , τροφαντό, φάνταζε από κάτω, προκαλούσε στο φώς, άφταστο, κανακεμένο απ’ τον ήλιο, και πώς, αφού το κλαρί εκεί ψηλά ήταν τόσο λεπτό που δεν μπόργειε κανείς να σκαρφαλώσει να το φτάσει, κρίμα , σκεφτόμασταν , ήταν από τα τελευταία καίσια της χρονιάς, κι ήταν καλογινωμένο, το λιμπιζόμασταν έτσι καλοχρωματιςμένο, κάτι περισσότερο από κίτρινο, κάτι λιγότερο από κόκκινο, βερυκοκκί, τι όμορφο , ποιός να το φτάσει, δεν φτάνετε , μόνον εις τέρψιν οφθαλμών, θα πέσει μόνο του όταν ξωριμάσει, μα τότες, χυλός θα γενεί καταγής στο χώμα πέφτοντας από τόσο ύψος , τούτη η καισιά παραδίπλα από το πηγάδι ήταν φυτεμένη, προνομιακά στη δροσιά, ανταπέδιδε με εξαίρετη καρποφορία,
όμορφα μεγάλα καίσια, σαρκώδη και εύγευστα, το καλύτερο γλυκό κουταλιού έκανε από αυτά η γιαγιά, τα έβαζε λίγε ώρες πριν τα βράσει σε ασβεστόνερο, θεϊκό γλυκό, μόνον γιά τις επίσημες μέρες, και πώς τάχα νομίζεις τον μεγάλωσα τον πατέρα σου και τ’ αδέρφια του, πώς νομίζεις μπορέσαμε να ζήσουμε όταν χρόνια ο παππούς σου έλειπε στους πολέμους και στ’ αντάρτικα, τούτος ο μπαχτσές, τούτο το περιβόλι, δόξα τω Θεώ, τούτο μας τάισε και μας έθρεψε,
μα , τι πρόκληση τούτο το καίσι στην κορυφή, σαν να μας περιπαίζει, φτάσετε με, να μας μισοκλείνει το μάτι, κοροϊδευτικά, δεν μπορείτε, μα τι καίσι αρχοντικό , να θωρεί τον ήλιο ολημερίς κι αυτός με τίς χρυσές ηλιακτίδες του να του μελώνει τους χυμούς,
α ! Κρίμα, θα μας το φάνε τα πουλιά, είχε σπάσει το κλαδί προχτές της δαμασκηνιάς και βρέθηκα κουτρουβαλώντας καταγής, πέφτοντας από τα τρία – τέσσερα , ποιός ξέρει πόσα, μέτρα, χτύπησα λίγο , μάτωσα, δεν πρόσεξες, μάθημα να σου γενεί, ίσιες κουβέντες η γιαγιά, όχι χαζολογήματα, το θυμόμουν και δεν αψηφούσα να το ξανακάνω , ήταν και το πηγάδι δίπλα , μή πέσω μέσα, ο παππούς έπινε το καφεδάκι , στο διάλειμμα της
ξυλογλυπτικής, σκέτο και βραστό, φλιντζανάκι ομορφοσκαλισμένο προρσελάνινο από σμυρνιό σερβίτσι, νερό κρυό από το πηγάδι , μας άκουγε όλη τούτη την ώρα, που ζουζουνίζαμε σα μελισσόπουλα γύρω του, το ώριμο καίσι, τα πουλιά, μελωμένο, οι ηλιακτίδες, το κλαρί λεπτό, σηκώθηκε αμίλητος και πήγε στο σπίτι , γυρνώντας ξετύλιγε ένα δεματάκι , κάθισε στο τραπέζι κι απίθωσε το πιστόλι που ήταν φυλαγμένο στο δέμα, ζύγωσε η Κυρά Χρυσούλα , με την τσάπα του κηπουρού πάντα στο χέρι, τον κοίταζε, μη γνοιάζεται της είπε, αγόρια είναι, άς το ιδούνε, φαντάροι θα πάνε αύριο , ας δούνε και το όπλο που έσωσε την ζωή του παππού τους μύριες φορές , μαζευτήκαμε περίεργα, μας το έδειξε, μας άφησε να το πιάσουμε, από την Μικρασία το έφερε, όταν διαλύθηκε η μονάδα του και
γύρισε πίσω μοναχός και κυνηγημένος με τις πληγές από μιά τσεκουριά από Τσέτη , βαρύ για τα παιδικά μας χέρια πιστόλι, μπορεί να το βαρύνει κι η ιστορία του, γιαυτό με συγκινεί πάντα το ποίημα του Νίκου Καββαδίας γιά κείνο το αφρικάνικο μαχαίρι, τι όμορφα το μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος, κι αφού το χορτάσαμε παίζοντας, μου λέει , Μάρκο , πήγαινε κάτω από την καισιά , γιά να δώ, θα μπορέσεις να το πιάσεις το καίσι όταν πέφτει , άσκηση ετοιμότητας, η γιαγιά απομάκρυνε την παιδόπαρέα , όλα του ζούζουλα του Ιούνη, ο γέρο καπετάνιος, μιά ζωή στον πόλεμο, στα Μακεδονικά και στους δύο Βαλκανικούς, στον Α ‘ Παγκόσμιο στο Μακεδονικό Μέτωπο με την Μεραρχία Κρητών και στη Μικρασία, κι ύστερα εθελοντής στην Αλβανία και πάλιν αντάρτης της Αντίστασης κόντρα σε Γερμανούς και
Βουλγάρους, άμα απομακρυνθήκαν τα παιδιά, όπλισε το πιστόλι με μία σφαίρα, έτοιμος , με ρώτησε, ναι, παππού , έτοιμος , σήκωσε το χέρι , σημάδεψε , ο κρότος του πυροβολισμού ήταν ταυτόχρονος με την πτώση του φρούτου, σημάδεψε το κοτσάνι , και το καίσι, πριν καλά καταλάβω βρέθηκε στο πουκάμισό μου , που το είχα απλώσει ανοιχτό σαν ποδιά για να μεγαλώσει η επιφάνεια υποδοχής, νάτο , το υπερήφανο καίσι, το ζηλευτό , ο παππούς ξανατύλιγε το όπλο , ποτές του δεν καυχήθηκε , γιά τίποτε, ότι μάθαμε για αυτόν τον άνθρωπο κι ότι ξέρουμε για τη ζωή του από άλλους είναι, η γιαγιά θάμαζε που τόσα χρόνια μετά τέτοια ευχέρεια κι ευστοχία είχε, ναι, κρατούσα στο χέρια ως τρόπαιο, τούτο το ευωδιαστό καίσι , τι δώρο ατίμητο του παππού, Θεός συγχωρέστον, μην πετάξεις, Μάρκο, το κουκούτσι, μ’ ορμήνεψε η γιαγιά, θα το φυλάξω για να το σπείρω στον καιρό του, α !
ξεχνιούνται ποτές αυτές οι λέξεις, ξεχνιέται ποτές αυτή η ευωδιά , ο καπνός από την κάνη του όπλου ξεχνιέται, μελωμένο το φρούτο από τις χρυσαφένιες θυγατέρες του ήλιου , πολυτίμητης αξίας τούτο το καίσι, ξεχνιέται τούτη γεύση , και πώς, ξεχνιέται τούτη η συγκίνηση, και πώς, θυμούμαι τον μπάρμπα Γιώργη τον φούρναρη στη γειτονιά , Αραμπατζή μαχαλά λέγαν τότες οι Σερραίοι, μικρασιάτης ο παππούς από την Κιουτάχεια, τα βράδια του Ιούνη, έβγαινε με το γαϊδουράκι και πουλούσε βερίκοκα, η γεροντική φωνή του αντιλαλεί ακόμη στ’ αυτιά μου, να ακούστε, «ελάτε , β’ρίκοκκα έχω, β’ρίκοκκα με το μέλι, ελάτε»,
άλλες γεύσεις, άλλες ευωδιές, άλλοι ανθρώποι, άλλα φρούτα, γιαυτό τιμώ και σέβομαι τους ωραίους αυτούς συμπολίτες μας που σε μιά τιτάνια προσπάθεια περισυλλογής έχουν αναλωθεί να σώσουν τους σπόρους της εκπληκτικής ελληνικής βιοποικιλότητας, σπόρους φυτών, θάμνων και δέντρων, σπόρους που εκλείπουν , όπως αυτή η εξαίρετη προσπάθεια της εναλλακτικής κοινότητας Πελίτι στο Παρανέστι Δράμας, αγώνας διάσωσης των σπόρων
χάνονται από την πίεση της αθλιότητας πολυεθνικών που πωλούν τα τρισάθλια υβρίδιά τους, άρα γιά αγώνα πρόκειται μιάς οικολογικής ευαισθησίας υπέρ του περιβάλλοντος, μιάς σωστικής παρέμβασης γιά την διάσωση πολύτιμων ψηφίδων της ελληνικής βιοποικιλότητας , δηλαδή υπέρ του Τόπου και υπέρ Ανθρώπου, αγώνας που όχι απλά συναντά την απόλυτη αδιαφορία του αρμοδίου Υπουργείου , καταλάβατε, αυτού που ούτε τις στρεβλές ευρωπαικές επιδοτήσεις δεν μπορεί να διανείμει σωστά και δίκαια στους ξωμάχους της αγροδιατροφής,
αλλά έχει να αντιπαλέψει και τον πόλεμο των ποικιλωνύμων πολυεθνικών συμφερόντων, γιαυτό και το κατά δύναμιν συμπαρατάσσομαι στην ωραία και πολύτιμη αυτή προσπάθεια, και να , ορίστε , μεσούντος σχεδόν του Ιουλίου μηνός, ορίστε κερνάμε, σήμερα, εις απόλαυσιν και τροφήν ημετέραν τε και υμετέραν, καίσι και βερίκοκο , ώριμα, φωτεινά, μελωμένα, φρούτα δροσερεύοντα τις ψυχές μας, αυτές τις μέρες του Ιούλη που η κορύφωση της ζέστας παρακινεί τα τζιτζίκια να εντείνουν την συναυλία τους, οξύνοντας το κρεσέντο, κι ωραίζοντας γιά χάρη μας τον τόπο !
Μελωμένοι, σαν από καίσι ώριμο στην κορφή,κι ευώδεις οι χαιρετισμοί !
Κι ένα γλυκό , καίσι, κουταλιού ,
μ’ αμύγδαλο γέμιση !
Δροσερεύετε !
O Κώστας Τσιάρας στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας
Υπέγραψαν Μνημόνιο Συνεργασίας Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα & ΟΕΕ
Βαρβάρα Μητλιάγκα: Υπάρχουν ηλικιωμένοι, οι οποίοι δεν επιλέγουν να διαμαρτυρηθούν
Στις Σέρρες την Πέμπτη 1 Αυγούστου «Σεσουάρ για Δολοφόνους»
Ο Μπάιντεν, η Κίνα και οι δηλώσεις του Μάο το 1949 για την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Μια επίκαιρη ματιά πίσω στο χρόνο
Μειωμένο εισιτήριο από το ΑΣΤΙΚΟ ΚΤΕΛ Σερρών ενόψει της πρεμιέρας της παράστασης «Λυσιστράτη»