Γράφει ο Μάρκος Μπόλαρης

Είναι σαν αετοφωλιά !

athanasios bantis sotiria panou

Σαν φωλιά θαλασσαετών , κρέμεται στα τριακόσια , πόσα, μέτρα πάνω απ’ το Αιγαίο, πάνω στην άκρη των ακριώ, της χερσόνησος του Άθωνα, που χίλιους τόσους χρόνους τώρα, Αγιονόρος την προσαγορεύουμε, κρέμεται πάνω από άπατα νερά , χάος και έρεβος , μέλας πόντος, κατά πως ο γέρο Όμηρος μας κανοναρχεί, κι είναι ώρες που αγναντεύει το μάτι γαλήνιο το πέλαγος , να αστράφτει μαλαματένιο στα παιχνιδίσματα των ηλιακτίδων ή πάλιν αργυρό στα χάδια της σελήνης, που την είπαν σελάνα, και την τραγούδησε ο Ελύτης,

κι αγαλλιάζει θωρώντας η ψυχή , ν’ αναθυμάται τον εαυτό της και τα του εαυτού της, καθώς θωρεί από το ύψος αυτής της αετοφωλιάς, κατοικητήριο ασκητάδων κι ερημιτών, μοναχών που εν τοις σπηλαίοις και εν ταις οπαίς της γής επέλεξαν να βιάσουν την ζωήν τούτη, ώστε δρομέως , άξιον και δίκαιον, να κερδίσουν χώρο στην Χώρα των ζώντων, να θωρεί από την πεζούλα αυτού του ησυχαστηρίου την ομορφιά της πλάσης, μάγεμα η φύση κι όνειρο, μαγεμένος αναφωνεί ο κόντες της Ζακύνθου, ο Διονύσιος, σε ομορφιά και χάρη , και ονειροπαρμένη γελιέται και αναρωτιέται , μήπως τάχα έτσι , θάμβος και γάρ την κατέλαβε, μήπως είναι ίδια κι όμοια κι απαράλλαχτα, να ‘ναι άραγες έτσι κι ο παράδεισος,

κι είναι πάλιν άλλες ώρες κι άλλες μέρες ,

που τρέπεται ο καιρός, καταιγίδα και ντραμουντάνα, ή πάλιν όστρια και λίβας αφηνιασμένος, που αγριεύει ο τόπος , λυσσομανά ο αγέρας , κονταροχτυπιούνται ανακατεμένοι οι ανέμοι, φουσκώνουν οι θάλασσες βουνά , αφρισμένοι όγκοι, θάλασσες επί θαλασσών , αντιμαχόμενες, ώρες και μέρες κι εβδομάδες, ακατάπαυστα , οχλαγωγή , έφοδοι και γιουρούσια,

να καταπιούν λές και θέλουν το βουνό, η αλισάχνη από την μανιασμένη οργή των κυμάτων λούζει όλο το βουνό, βράχοι ριζιμιοί, χαράδρες και ρεματιές, σχίνοι και πρίνοι, πεύκα και κυπάρισσοι, κούμαρα κι αστιβίδες, καλύβια και εκκλησίδια, μολυβοσκέπαστοι τρούλοι και πετρόχτιστες σκεπές , λούζονται από την αρμύρα της θάλασσας, μαυρίζει ο τόπος , νέφαλα μαύρα φορτωμένα , καθίζουν στον Άθωνα, νεφάλα φερόμενα από πνεύμα καταιγίδος,

σκοτεινιάζει ο ουρανός, σκυλιάζει τότες βύθιος τις δράκων, νέφαλα που κατρακυλούν στις απότομες βραχοπλαγιές, τυλίγουν το βουνό , το φασκιώνουν με υγρές , πυκνούφαντες φασκιές, χάνεται τότες ο περήφανος Άθωνας από τα μάτια των ναυτικών και πάντων των παροικούντων, σε τέτοιο ένα τόπο , όπου η ομορφιά συναγωνίζεται την αγριότη της φύσεως , καλογέροι σταθήκαν οικιστές, κι ο γέρο Δανιήλ , Σμυρνιός τω γένει, της Μικρασίας ανθός, σε μιά πατσουλιά χώρο, όσον οι θαλασσαετοί γιά να στήσουν φωλιά , τα αυγά τους να γεννήσουν, τους νεοσσούς να φυλάξουν, τα αετόπουλα να αναθρέψουν, σε τέτοιο τόπο ένα καλύβι έχτισε , μιά συνοδεία , συνοδεία αδόντων καλλικελάδως και ψαλλόντων λιγιραίς μολπαίς την φιλανθρωπία και το έλεος, σε μια χούντα χώμα χώρο,

καταντικρύς από την Μικρασία , να θωρεί τις μέρες της μεγάλης ορατότητας, τα νησιά των Σποράδων να τσαλαβουτούν στο πέλαγος σα γελαζούμενες πάπιες, την Λήμνο και τον Άη Στράτη ν’ αρμενίζουν μεσοπέλαγα, το Πήλιο, τον Κίσσαβο και τον γέρο Έλυμπο , την Μυτιλήνη και την Εύβοια, μα , και τα βουνά της Ιωνίας να μαβίζουν στο βάθος του ορίζοντα, Ανατολή Ανατολών, ευλογημένη Μικρασία, κι είχε ευλογία , πολλές ευλογίες τούτη η ασκητική συνοδεία, των βράχων συνοδεία , κι ο κυρ Αλέξανδρος ο Μωραϊτίδης, αψηφώντας του Βοριά τα κύματα, ήρθε και ξανάρθε, πάνω σε τούτους αλίκτυπους βράχους, απ’ τους πρώτους, την οσμή αναζητώντας, ευωδίας πνευματικής, μυρίπνοα και γαρ άνθη φύονται και λουλοδίζουν και καρποφορούν, που τάχα βρίσκουν τάχα χρώματα κι ανθούν ,

που ρίζα και σαλεύουν, κι έκτοτε , καραβάνια, απ’ αυτούς που λωλάθηκαν και πήραν τα βουνά, καραβάνια από αυτούς που τρυγούν κηρήθρες από άγρια μνήμη μελισσών, κηρήθρες κατάφορτες μέλι ησυχίας, σειρές από αλλοπαρμένους που αστόχησαν στον κόσμο κι αναζητήσαν άλλη κορφή για να ιδούν την κοινωνία έχοντας άλλη άποψη, ορειβατούντων πλήθη που δεν γνοιάζονται για την ανάβαση , των τριών τετάρτων , της μιάς ώρας , όσο από τον μικρό μώλο ανάμεσα στους θαλασσόβραχους, τούτους κάτω στο γιαλό , βράχους ακατέλυτους που τους κοσκινίζει ολοχρονίς η θάλασσα,

άλλοτε με καλοπιάσματα κι άλλοτε με αγριίλες και φοβέρες, δεν λογαριάζουν, κυνηγοί αυτοί , των θείων απολαύσεων, δεν λογιάζουν κόπο την αναρρίχηση από το φιδωτό μονοπάτι που σέρνεται από την άκρη του γιαλού ίσαμε την καλύβι των Δαλιηλαίων, κι ύστερα διακλαδίζεται για τα Κατουνάκια, την Αγιά Άννα, την Κερασιά, την κορφή του Άθωνα στα 2033 μέτρα,

τον Άγιο Νείλο πάλιν και την Μονή της Λαύρας, μονοπάτι που κυλά ανηφορικά μέσα από νεροσυρμές και χαράδρες, νεροφαγώματα και κοτρώνες, πουρνάρια κι αλιφασκιές, φραγκόσυκα και αγριελίδες, μιας φιλοξενίας τυχεροί , φιλοξενίας αβραμιαίας οι τολμητίες , μεταξύ ουρανού και γής , τον γέρο Ακάκιο θα ακούσουν με φωνή ηγεμονική στα αναγνώσματα, τον άφθαστο γέρο Δανιήλ ,

θα απολαύσουν μελωδούντα, τα ακριβέστερα μαθήματα της εκκλησιαστικής μουσικής, άσωμεν και ψαλλούμεν τας δυναστείας Σου, τον παπά Στέφανο, θα ακροαστούν , στα δύσκολα της ψαλτικής ως αηδόνα καλλικέλαδο, να κελαηδεί ως εν ψαλτηρίω και κιθάρα , τοις ερημικοίς μακαρία και γαρ ζωή , θεικώ έρωτι πτερουμένοις .

Γιόρταζε σαν και χτές , ο αηδονόφωνος παπά Στέφανος, της Μικρααγιάννας εκλεκτός, και βάλθηκα , να τον χαιρετίσω, την σήμερον ημέρα, να καλαντίσω σε Σας, Άρχοντες, άν είναι ορισμός σας, το τέλος το μακάριο, ωσάν επίλογο σε ένα συναξάρι,

το συναξάρι του παπά Στέφανου, κοντεύουν πιά δέκα χρόνοι από την εντεύθεν διάβαςή του και την εις Χώρα ζώντων μετοίκηση, τι εκκλησιά αυτή , η Χώρα , η Μονή της Χώρας , ο Χριστός ως Χώρα των Ζώντων,

στη κορφή του λόφου, στην Πόλη του Κωνσταντίνου, πήγατε, όχι ; , αδέρφια να πάτε, η τελειότητα του ψηφιδωτού, η ακρώρεια της τέχνης του ψηφιδωτού ως έκφραση, έκφραση βιώματος , άλλης βιοτής έκφραση, μην χάνετε την πρόκληση, η Παναγιά βρεφοκρατούσα, ως η Χώρα του Αχωρήτου, ο αχώτητος παντί , πως εχωρήθη εν σαρκί,

ο παπά Στέφανος ξύπνησε με πόνο, έντονο πόνο, του έδωσαν οι πατέρες τα πρώτα παυσίπονα, χειροτέρευσε ο πόνος, στον γιατρό , στις Καρυές , στο Κέντρο Υγείας, τα συμπτώματα, η διάγνωση , να τον φέρετε αμέσως , μην χρονοτριβείτε, μιά κουβέντα, χειμώνας , φουρτούνα, ξιλόβροχο, χιονόνερο, κρυό τάντανο, ο παπά Στέφανος σφαδάζει , αδύνατον να περπατήσει, να τον φέρετε, αμέσως, στα λόγια όλοι μας καλοί, στην πράξη, πώς, στο φορείο, ντυμένο με το πανωφόρι του, τουρτουρίζει, κουβέρτες, φέρτε κουβέρτες, θα μουσκέψουν, θα βραχούν, χειρότερα θα γενεί, αδιάβροχο,

kiriakos mitsotakis theodoros kampouris nea dimokratia

ένα αδιάβροχο ρίξτε, στο Λιμενικό τηλεφωνήστε, το σκάφος να στείλουν από την Δάφνη, ο γιατρός αμέσως είπε , στο μονοπάτι, υγρό, μουσκεμένο, γλιστερό, βρέχει τέσσερες για το φορείο, ούτε που χωρούν στο μονοπάτι, ο πόνος κορυφώνεται, ο παπά Στέφανος δεν μιλά, από το πρόσωπο καταλαβαίνουν, υπακοή , κατεβαίνουν , να τον φέρεται, φτάνουν μετά από κοπιώδη κατάβαση στο γιαλό , στο Κλέφτικο, που σκάφος, πουθενά, να τον πάτε στον μώλο της Αγία Άννας, τους μήνυσαν από την Δάφνη, Κύριε ελέησον, πως , η νοτιά φορτσάρει, το κύμα αγριεμένο, καβαλά τον φτηνό μώλο, κατέβηκε από τα Καρούλια ένας καλόγερος, τους είδε, κατάλαβε, επικίνδυνα είναι, μα , αλλιώς δεν γίνεται, να τον αφήσουμε εδώ , στο γιαλό, στο χιονόνερο,

στον ψόφο του χειμώνα, να ποθάνει , όχι δεν γίνεται, ελάτε , παπά Στέφανε την ευχή, την βάρκα θα ρίξουμε στη θάλασσα, την ψαρόβαρκα, δεν έχει μηχανή, με τα κουπιά, την ευχή κι ο Θεός βοηθός, τόσα χρόνια Του ψάλλεις, με τα κουπιά , την ρίξαν την ψαρόβαρκα, άθλος να επιβιβαστούνε τόσοι νοματαίοι, άθλος στα κουπιά, μακριά από τους βράχους, στο πέλαγος , μην μας πετάξει το κύμα σε βράχο και θριψαλιστεί η κακομοίρα η βάρκα, είκοσι λεφτά της ώρας είναι διαδρομή άμα είναι μπουνάτσα, τώρα πάνε δυό ώρες κι ακόμη θαλασσοδέρνονται, βουνά αφρισμένα, φτερό στον άνεμο η βαρκούλα του ασκητή, αλλοιώθηκε από τον πόνο το πρόσωπο του παπά Στέφανου,

θα ρθεί άραγες το Λιμενικό, βγάλανε το φορείο στον αρσανά, ένα παυσίπονο , για τον λογισμό, πολύ ισχυρός ο πόνος, υπομονή, το κομποσκοίνι, κάτω από τις κουβέρτες , γυρίζει, Ελπίς απηλπισμένων, Σοί μη βοήθησον, να , φάνηκε, μέσα στα αφρισμένα κύματα, οι έμπειροι το διέκριναν, ας είναι καλά τα παιδιά, κίνησαν έρχονται , το σκάφος του Λιμενικού , έβγαλαν την ψαρόβαρκα στο γιαλό, μην την σπάσει η όστρια, λύσσαξε, δυναμώνει , ήρθε , το σκάφος έφταξε, πως , το φορείο , πως να μπεί, ούτε να δέσει μπορεί το ταχύπλοο, άθλος, μην μας πέσει στο νερό, προσέξτε, το κύμα μην μας τον πάρει, μπόρεσαν , η ευχή , παπά Στέφανε, ανεβήκαν όλοι , δεν είχαν ξαναμπεί σε τέτοια θάλασσα, κούρνιαξαν , τώρα ,

περισσότερα τα κομποσκοίνια, βουνό το βουνό, αφρισμένα κύματα γιουργιάρουν , γνώστης ο καπετάνιος , τούτη η πλεύση γνώση κι εμπειρία θέλει, όχι βιασύνες, με τα θηρία της φύσης αντιμάχεσαι, καρυδότσουφλο ανήμπορο, καλό σκάφος, γερές μηχανές, μην μας τουμπάρει, τεράστιος ο κυματισμός , μην μας γυρίσει ανάποδα , η νοτιά αγριεύει, κορυφώνεται , περάσαν το Διονυσίου, τώρα το Γρηγορίου, Άγιε Νικόλα πρόφθασον, να η Σιμώπετρα ψηλά, αγάντα, φτάνουμε, Δόξα Σοί Κύριε, στην Δάφνη, άλλες δυό ώρες στις θάλασσες, παιδεμός να βγεί το φορείο, στο ασθενοφόρο, τουλάχιστον πατάνε ξανά στη γής, παγωμένοι, ξεπαγιασμένοι, θαλασσοβρεγμένοι, θαλασσοδαρμένοι, φτάσαν, ίσα που πρόλαβαν, νύχτωνε, στο ασθενοφόρο κι ίσια για το Κέντρο Υγείας, ο γιατρός περίμενε, τον καταπονημένο ασθενή εξέτασε, διάγνωση, εγχείρηση, τώρα, πού, εδώ δεν γίνεται, πού

όμως, στο Πολυγύρο ίσως, πώς , η θάλασσα κλειστή, το πρωί , όχι, τώρα, λυσσομανά, ο καιρός, πώς, από ξηράς, από τον δασικό δρόμο , νύχτα, βροχή, χιονόνερο, άλλες πέντε ώρες γιά τον Πολύγυρο, αμαξιτά , με το ασθενοφόρο, πάμε, υπακοή, ο παπά Στέφανος με κλειστά τα μάτια, φαίνεται να ψελλίζει, το κομποσκοίνι, γυρίζει , κοπάνησαν μέσα στην παγωμά η νύχτα, ειδοποιήθηκε το Νοσοκομείο στον Πολύγυρο για την νυχτερινή χειρουργική επέμβαση, λασπόδρομος, κολλά το ασθενοφόρο, κινείται αργά , με το ανθρώπινο φορτίο του, μέσα από δάση καστανιάς,

κι ύστερα πευκοδάση κι αμπελώνες, δύο ώρες , τρείς, σταθείτε, σας παρακαλώ, γιατρέ, ελάτε, πέστε στον οδηγό να σταματήσει, ναι, Πατέρες, λυπούμαι, ο Γέροντας δεν έχει σφυγμό, ξανά και ξανά, όχι, ο παπά Στέφανος αναχώρησε , μέσα στην νυχτιά, μέσα στο σκοτάδι, το κρύο , το χιονόνερο, την φουρτούνα, τον αγριωπό ρόχθο των κυμάτων, αγραυλών αυτός , όπως τα βοσκαρούδια της Βηθλεέμ, σε προσμονή της Ανατολής των Ανατολών, αγραυλών δια βίου , ο ασκητής της Μικραγιάννας,

ο καλλικέλαδος των αγρυπνιών, ώχετο, σιωπηλός , ευχόμενος, μετά την ολοήμερη περιπετειώδη διάπλασή του σ’ όλη την χερσόνησο του Αγιωνύμου Άθωνα, γυρίστε, λέει ο γιατρός, αναστροφή , μεσάνυχτα , ξανά φτάσαν στις Καρυές, σε Κελλί πιά , να τον αλλάξουν, να τον ετοιμάσουν, να το σαβανώσουν, αχάραγα θα φύγουν με αυτοκίνητο, πάλιν από τους δασικούς δρόμους, για τον Άγιο Παύλο, κι ύστερα , λιτανεία, εκ των πραγμάτων, λιτανεία του σκηνώματος του εκδημήσαντος του δήμου των βροτών,

επί των ώμων ο παπά Στέφανος, ώρες , από μονοπάτια, από τον Άγιο Παύλο στην Νέα Σκήτη, μαίνεται η θάλασσα, από την Νέα Σκήτη στις ανηφοριές γιά την Σκήτη της Αγίας Άννας, ασπρισμένο το πέλαγος από την λύσσα της όστριας, κι από εκεί , στα επικίνδυνα του μονοπατιού για την Μικρά Αγία Άννα, για τα Κατουνάκια, λιτανεία,

α ! παπά Στέφανε,

αξίζει Σου , το συναξάρι να γραφεί,

ωσάν λιτανεία Αγίου λειψάνου, η πομπή γιά την εξόδιον σου, το όλον Όρος ευωδίασε,

αγραυλών και γαρ μυστικώς ως οι ποιμένες,

ουρανούς ανεωγμένους ηύρες,

και τον παππού Δανιήλ προσμένοντα,

συν Γερασίμω τω υμνογράφω,

κι ιδού , πάλιν χοροί και φωταψίες,

πάλιν αίνοι και δοξολογίες !

Αδέρφια, χρόνια πολλά !

Καλλιχρονίαν επί τω νέω έτει , άμα τε και πολυχρονίαν !

Άγιος Βασίλης έρχεται, κι εμείς καλαντιστές,

φέρτε μας λεφτοκάρια να πιούν τα παλικάρια !

nikos koufotolis eirini gotsika

Πραγματοποιήθηκε η βράβευση επιτυχόντων μαθητών στο Δήμο Ηράκλειας – Ελεύθερο Βήμα Σερρών – Νέα για τις Σέρρες μέσα από το e-vima.gr

Άναμμα φωτιάς και υποδοχή του νέου έτους στο Θρακικό – Ομαλό Σερρών – Ελεύθερο Βήμα Σερρών – Νέα για τις Σέρρες μέσα από το e-vima.gr

Τιμολόγια ρεύματος Ιανουαρίου: Οι εκπτώσεις των προμηθευτών, χρεώσεις και επιδοτήσεις